υπόστεμα

υπόστεμα
-έματος, τὸ, Α
βλ. ὑπόστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπόστημα — ήματος, τὸ, ΜΑ, και ὑπόστεμα, έματος, Α [ὑφίστημι] μσν. πλήθος, όχλος αρχ. 1. υποστάθμη, κατακάθι, ιδίως περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», Αριστοτ.) 2. καθίζηση 3. υποστήριγμα 4. βάση, βάθρο 5. περίνεο 6.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”